Τηλ 210-5222864 - 210-5222813  e-mail : info@ssem.gr - 3ης Σεπτεμβρίου 8 /104 31 Αθήνα - 7ος όροφος

home image

26.03.10 - Απαντητικό σας έγγραφο Φ90022/198/6/12.1.10 προς Βουλευτές του Κ.Κ.Ε

 

Αθήνα 26/3/10
Α.π.2255  

ΠΡΟΣ
Τον Υπουργό Εργασίας
και Κοινωνικής Ασφάλισης
Ενταύθα

Θέμα: Απαντητικό σας έγγραφο Φ90022/198/6/12.1.10 προς Βουλευτές του Κ.Κ.Ε.
Κύριε Υπουργέ,
Σχετικά με τα διαλαμβανόμενα στο ως άνω έγγραφό σας που αναφέρονται σε θέματα σχετιζόμενα με την εφαρμογή του ν.3371/05 στα μέλη μας έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:
1.    Η νομική υπηρεσία σας αναφερόμενη στην  υπ’ αριθμ. 4007/09 απόφαση  του Εφετείου  Αθηνών  προβάλλει τον ισχυρισμό ότι τα κριθέντα   απ’ αυτή ζητήματα θα ισχύσουν εφόσον ο Άρειος Πάγος θα θεωρήσει, κατ’ αναίρεση, ως ορθή την ως άνω απόφαση του Εφετείου. Αλλά η αιρετική αυτή άποψη προσκρούει ευθέως στο άρθρο 565  του Κώδικα Πολ. Δικονομίας που ορίζει ότι «η άσκηση αναίρεσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλομένης απόφασης» πλην των προβλεπόμενων εξαιρέσεων από το άρθρο αυτό, στις οποίες δεν εμπίπτει η προκειμένη περίπτωση.
Τα έννομα αποτελέσματα της εφετειακής απόφασης λόγω της τελεσιδικίας και του δεδικασμένου που παράγει ισχύουν από τη δημοσίευσή της κι όχι όταν καταστεί αμετάκλητη. Αν το δεδικασμένο  ανατραπεί από την αναιρετική απόφαση, τα πράγματα επανέρχονται  στην προτέρα κατάσταση, ακόμα κι όταν η απόφαση του Εφετείου έχει, ήδη, εκτελεσθεί   (579 ΚΠολΔ). Το ουσιώδες, όμως, είναι ότι μέχρι τότε τα παραχθέντα αποτελέσματα διατηρούν την ισχύ τους   στο ακέραιο, επιφέροντα πλήρως τις έννομες συνέπειές  τους. Τούτο αφορά και το παρεπιμπτόντως κριθέν από το εφετείο ως αντισυνταγματικό  άρθρο 26  του ν. 3455/06  διότι κατ’ αρθρ. 331 ΚΠολΔ και από την παρεμπίπτουσα κρίση του δικαστηρίου παράγεται δεδικασμένο δυνάμενο να ανατραπεί, επίσης, με αντίθετη απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά την αναιρετική διαδικασία .
2.    Τα ανωτέρω αντιστοιχούντα σε βασικές ρυθμίσεις του δικονομικού δικαίου και στα πάγια πορίσματα της νομολογίας  δεν είναι δυνατόν να τα αγνοεί η νομική σας υπηρεσία. Η, εκ μέρους της,  υποβάθμιση  της εφετειακής  απόφασης με την υποστήριξη προδήλως εσφαλμένων θέσεων είναι σκόπιμη  και υποδηλώνει την  πρόθεσή της   να διατηρηθεί άθικτο  το καθεστώς των εγκυκλίων  του Υπουργείου σας,  που  θεσπίζουν νέες ρυθμίσεις αντίθετες προς αυτές  του  νόμου 3371/05 που υποτίθεται ότι ερμηνεύουν,   κατά τα αμέσως κατωτέρω εκτιθέμενα:
Στο νόμο αυτό δεν υπάρχει πρόβλεψη για τον αρμόδιο φορέα καταβολής των παροχών προσυνταξιοδότησης  στους μέχρι 18.4.06 συνταξιούχους του ΤΕΑΠΕΤΕ  ενώ αντίθετα για τους μετά την ημερομηνία  αυτή δικαιούχους η διάταξη του άρθρου 61 στοιχ. β΄ του νόμου αυτού καθιστά αρμόδιο  φορέα το ΕΤΑΤ. Το αναμφισβητήτως υφιστάμενο νομοθετικό κενό η νομική υπηρεσία σας αντί να το καλύψει με την εφαρμογή «δι’ αναλογίας» της ως άνω διάταξης – όχι απλώς ως της πλησιέστερης προς την υπό ρύθμιση περίπτωση αλλά ως πλήρως  ταυτιζομένης προς αυτήν – κάλυψε το κενό ανεπίτρεπτα, με   διασταλτική  ερμηνεία της  διάταξης της  παρ. 6  του  άρθρου 58  του  ιδίου νόμου η  οποία  ορίζει  μεν ότι  «το  ΕΤΕΑΜ  βαρύνεται στο εξής με την καταβολή  της  σύνταξης των εντασσομένων  συνταξιούχων» αλλ’ η υποχρέωση αυτή αφορά την επικουρική σύνταξη  και όχι την προσυνταξιοδότηση  που περιλαμβάνει  και παροχές κύριας ασφάλισης  (άρθρα 52-54 ν. 2084/92)  και  συνεπώς  η  χορήγησή τους εκφεύγει  της αρμοδιότητας  του  ΕΤΕΑΜ  ως   φορέως  αμιγώς  επικουρικής  ασφάλισης.    Άλλωστε  ο  ίδιος ο  νομοθέτης  στη  σελίδα  5  της   εισηγητικής  έκθεσης του νόμου  3371/05,  αναφερόμενος  στην   ως  άνω  διάταξη  της  παρ. 6   αρθ. 58,    αποσαφηνίζει ότι  το  ΕΤΕΑΜ καταβάλλει μόνον την επικουρική σύνταξη στους ήδη συνταξιούχους των Επικ. Ταμείων.
Βάσει αυτής της κατάφωρα εσφαλμένης ερμηνείας οι συνταξιοδοτηθέντες  μέχρι 18.4.06 εντάχθηκαν απ’ ευθείας στο ΕΤΕΑΜ, στο οποίο παραχωρήθηκε εξ’ ολοκλήρου το κόστος ένταξης που βαρύνει τις υπόχρεες Τράπεζες  αντί να κατανεμηθεί μεταξύ  του φορέα αυτού και του ΕΤΑΤ, όπως ισχύει στην περίπτωση   των συνταξιοδοτουμένων μετά την ημερομηνία αυτή.
Αλλά καίριο πλήγμα κατά της ορθής εφαρμογής των ρυθμίσεων του νόμου 3371/05 αποτέλεσε η εκδοχή των ερμηνευτικών εγκυκλίων του Υπουργείου σας, σύμφωνα με την οποία το ΕΤΕΑΜ θα χορηγεί μεν ολόκληρο το ποσό της σύνταξης που ελάμβαναν από το ΤΕΑΠΕΤΕ οι συνταξιούχοι του,  κατά το χρόνο μετάβασης στο νέο καθεστώς ασφάλισης, οι περαιτέρω όμως μεταβολές της, καθώς και τα αποκτώμενα δικαιώματα μετά την 18.4.06, θα κρίνονται βάσει της νομοθεσίας του ΕΤΕΑΜ.
Το ερμαφρόδιτο  αυτό σύστημα  ετερογενών ρυθμίσεων, ασύμβατων μεταξύ τους, δεν στηρίζεται σε καμία διάταξη  του ν. 3371/05 συνιστά δε νομικό εξάμβλωμα υπεύθυνο για τα υφιστάμενα προβλήματα σε βάρος των συνταξιούχων μας και σε όφελος του ΕΤΕΑΜ που καρπώνεται, χωρίς  νόμιμη αιτία, τη διαφορά μεταξύ των παροχών  του και των συγκριτικά υπερτέρων παροχών του ΤΕΑΠΕΤΕ, βάσει των οποίων υπολογίσθηκε το κόστος ένταξης που εισπράττει εξ’ ολοκλήρου το ΕΤΕΑΜ ,  ενώ αποδίδει εν μέρει μόνον  τα εισπραττόμενα ποσά στους δικαιούχους, λόγω της αναντιστοιχίας μεταξύ των παροχών των φορέων αυτών.
3.    Σχετικά με το χρονίζον ζήτημα των αυξήσεων των συντάξεων στο οποίο αναφέρεται το έγγραφό σας, επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
Εν πρώτοις πρέπει να παρατηρηθεί  ότι τα θέματα που αποτελούν το κύριο αντικείμενο του ΕΤΕΑΜ τα χειρίζεται η Δ/νση παροχών του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ η οποία αποφασίζει σχετικώς . Η Δ/νση  αυτή επιδεικνύει ιδιαίτερη έφεση στην καθιέρωση δικών της κανόνων ερμηνείας, κειμένων εκτός νομιμότητας, ενίοτε δε και εκτός λογικής. Αρχικά περιόρισε μόνο στο έτος 2006 την εφαρμογή της διετούς  διάρκειας  κλαδικής ΣΣΕ αποτελούσας ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο ρυθμίσεων, ενώ για το έτος 2007 αποφάσισε (και .. διέταξε) αυθαίρετα και αναιτιολόγητα  την χορήγηση των αυξήσεων της εισοδηματικής πολιτικής. Περαιτέρω πρόβαλλε (και επιμένει) την παράλογη αξίωση ο υπολογισμός των αυξήσεων αυτών να γίνεται επί της βασικής σύνταξης του ΕΤΕΑΜ αντί της καταβαλλομένης η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι η συνολική σύνταξη του ΤΕΑΠΕΤΕ.
Παράλληλα  την παροχή αυτών των «αυξήσεων» εξάρτησε από την  παράδοση των φακέλων και του μητρώου των συνταξιούχων που τηρούνται στο ΤΕΑΠΕΤΕ. Ο παραλογισμός αλλά και η φαιδρότητα της απαίτησης αυτής  καθίστανται στοιχεία αυταπόδεικτα , αν  ληφθεί υπόψη ότι οι φάκελοι και το μητρώο είναι μονίμως στη διάθεση του εδρεύοντος στο ΤΕΑΠΕΤΕ κλιμακίου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ επιφορτισμένου με την επεξεργασία και την καταβολή των συντάξεων, άρα και των αυξήσεών τους. Μέσω του κλιμακίου αυτού άλλωστε, δόθηκαν οι αυξήσεις έτους 2006 καθώς και του 2007  που υπολογίσθηκαν ύστερα από εντολή  του Υπουργείου σας  επί της καταβαλλομένης σύνταξης, αλλά μόνο για το έτος αυτό.  Συνεπώς αποδεικνύεται ψευδής, προσχηματικός και ανυπόσταστος ο ισχυρισμός της Δ/νσης αυτής ότι η μη παράδοση των φακέλων καθιστά αδύνατο τον υπολογισμό και την καταβολή των αυξήσεων. Η διαπίστωση αφορά και τις υπηρεσίες σας που έσπευσαν να υιοθετήσουν άκριτα, ανέλεγκτα και αβασάνιστα  τους παραπάνω ασύστατους ισχυρισμούς, παραπληροφορώντας  και παραπλανώντας, έτσι τους βουλευτές που έθεσαν τα σχετικά ερωτήματα και αυτούς και εκείνους των άλλων κομμάτων που κατά το παρελθόν απηύθυναν στο Υπουργείο σας τα ίδια ερωτήματα και πήραν τις ίδιες τυποποιημένες απαντήσεις, επαναλαμβανόμενες μονότονα παρά την τεκμηριωμένη αντίκρουσή τους από την πλευρά μας, την οποία κατά σύστημα οι υπηρεσίες σας  αγνοούν ωσάν αυτή να μην είχε διατυπωθεί ποτέ.
4.    Οι διατάξεις που αναφέρονται στις αυξήσεις των συντάξεων ορίζουν το λογικώς αυτονόητο ότι ο υπολογισμός τους γίνεται επί του  ποσού της καταβαλλομένης σύνταξης και μόνον.
Παραθέτουμε τις διατάξεις αυτές :
α). Άρθρα 66 ν. 2084/92 και  19 παρ. 2ν. 2606/98 οι διατάξεις τους ενσωματώθηκαν από τότε που ίσχυσαν στο άρθρο 7 του καταστατικού του ΕΤΕΑΜ αποτελώντας, έκτοτε, βασική ρύθμιση της νομοθεσίας του.
β). Άρθρο 58 παρ.7 ν. 3371/05 η διάταξη ορίζει ότι οι καταβαλλόμενες συντάξεις στους ενταχθέντες συνταξιούχους ακολουθούν τις αυξήσεις των συντάξεων του ΕΤΕΑΜ δηλαδή τις αυξήσεις της εισοδηματικής πολιτικής σύμφωνα με το προαναφερθέν  άρθρο 19 παρ.2 ν. 2606/98 κατ’ εξουσιοδότηση του οποίου εκδίδονται κάθε χρόνο οι σχετικές αποφάσεις του Υπουργείου σας, που με πανομοιότυπη διατύπωση ορίζουν ότι «το ποσοστό αύξησης υπολογίζεται επί του ποσού των συντάξεων όπως αυτό είχε διαμορφωθεί την 31/12 του προηγούμενου έτους» που αποτελεί το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης κατά το έτος χορήγησης των αυξήσεων. Οι υπηρεσίες σας εμφανίζονται να αγνοούν τους παραπάνω νόμους, τις υπουργικές αποφάσεις που …. συντάσσουν οι ίδιες (!!) αλλά και το γεγονός ότι βάσει των νόμων 3371/05 και 3455/06 το ΤΕΑΠΕΤΕ είναι εν ζωή, δεν διαλύθηκε, ούτε, βέβαια , συγχωνεύθηκε στο ΕΤΕΑΜ συνεπώς δεν δικαιολογείται  ο εκ μέρους τους χαρακτηρισμός του ως «τέως» κάθε φορά που αναφέρονται σ’ αυτό, επιδιώκοντας έτσι την ταύτισή του  με τα συγχωνευθέντα στο ΕΤΕΑΜ ταμεία, στα οποία εφαρμόζεται πλήρως η νομοθεσία του φορέα αυτού.
Μετά δε την εφετειακή απόφαση 4007/09 όφειλαν να αναγνωρίσουν  ότι το ΤΕΑΠΕΤΕ ανέκτησε πλήρως τις αρμοδιότητές του με την ενεργοποίησή των καταστατικών διατάξεών του στο σύνολό τους, και να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες προς το ΕΤΕΑΜ και ΕΤΑΤ, αντί να αναμείνουν την έκβαση της κατ’ αναίρεση δίκης που συνεπάγεται  παράταση, επί μακρόν, της υφισταμένης απαράδεκτης κατάστασης.
Ως προς τον ισχυρισμό τους ότι ο μη υπολογισμός των αυξήσεων επί της βασικής σύνταξης του ΕΤΕΑΜ αλλά επί της συνολικής του ΤΕΑΠΕΤΕ παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας , επισημαίνουμε ότι η αρχή αυτή ισχύει και εφαρμόζεται, όταν ρυθμίζονται κατά τρόπο διαφορετικό (άνισο) ουσιωδώς όμοια πράγματα, καταστάσεις ή σχέσεις και κατηγορίες  προσώπων. Προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού οι χορηγούμενες συντάξεις από τους φορείς αυτούς διαφέρουν μεταξύ τους κατά ποσόν, λόγω της ανομοιογενούς σύνθεσής τους. H  συνολική  σύνταξη των συνταξιούχων του ΤΕΑΠΕΤΕ περιλαμβάνει, εξ’ ορισμού, ποσά κύριας και επικουρικής σύνταξης, ενώ η καταβαλλόμενη στους λοιπούς συνταξιούχους του ΕΤΕΑΜ  αποτελείται μόνον από την σημαντικώς μικρότερου ποσού επικουρική σύνταξη που προβλέπει η νομοθεσία του. Ως εκ τούτου, αστόχως και αλυσιτελώς επικαλούνται οι υπηρεσίες σας τη συνταγματική αρχή της ισότητας για να στηρίξουν τη λογικώς και νομικώς απαράδεκτη θέση  της Δ/νσης  Παροχών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ως προς τη βάση υπολογισμού των αυξήσεων.
5.    Για τα λοιπά θέματα  του απαντητικού σας εγγράφου οι παρατηρήσεις μας έχουν ως εξής : α) Προκαλεί κατάπληξη η υποστηριζομένη άποψη σχετικά με την δήθεν επιβάρυνση του ΕΤΕΑΜ από τον υπολογισμό και την χορήγηση των αυξήσεων έτους 2007 όπως προβλέπει ο νόμος δηλ. επί του ποσού της καταβαλλομένης σύνταξης. Η εκπλήρωση νόμιμης υποχρέωσης του φορέα αυτού δεν δύναται σε καμία περίπτωση να χαρακτηρισθεί ως επιβάρυνση, πολύ περισσότερο όταν τα ποσά των συντάξεων και των αυξήσεών τους συμπεριλαμβανόμενα στο κόστος ένταξης εισπράττονται  από τον φορέα  αυτόν και συνεπώς ουδόλως βαρύνουν τα ίδια  κεφάλαιά του. Επιβάρυνση προκύπτει μόνο για τους συνταξιούχους του ΤΕΑΠΕΤΕ με τον αξιούμενο από τις υπηρεσίες σας τρόπο υπολογισμού των αυξήσεων κι όχι για το ΕΤΕΑΜ το οποίο  καρπώνεται,  χωρίς νόμιμη αιτία,  τη διαφορά μεταξύ του συμπεριληφθέντος στο κόστος ένταξης ποσού αυξήσεων και του σημαντικώς μικρότερου ποσού που αντιστοιχεί στη βασική σύνταξη του ΕΤΕΑΜ.
Αλλ’ έτσι οι υπηρεσίες σας συνεργούν – ηθελημένα ή αθέλητα δεν το εξετάζουμε – στον προσπορισμό παράνομου οικονομικού οφέλους στον εν λόγω φορέα .
β) Την ίδια τακτική συγκάλυψης των ευθυνών της Δ/νσης  Παροχών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ακολουθούν οι υπηρεσίες  σας και στο θέμα της μη συσχέτισης (μείωσης) της συνολικής σύνταξης με αυτή του κύριου φορέα , στις περιπτώσεις που η μεταξύ τους προκύπτουσα διαφορά είναι μικρότερη των κατωτάτων ορίων σύνταξης του ΤΕΑΠΕΤΕ, οπότε η καταβαλλομένη σύνταξη συμπληρώνεται μέχρι του ποσού των ορίων  αυτών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10ε΄του Καταστατικού του την οποία έλαβε υπόψη της η οικονομική μελέτη όπως προκύπτει από τη σχετική μνεία στη σελ. 25 αυτής. Η εν λόγω Δ/νση όλως αυθαιρέτως αξιώνει την εφαρμογή των σημαντικώς μικροτέρου ποσού  αντιστοίχων ορίων του ΕΤΕΑΜ  «επ’ ωφελεία» του φορέα αυτού, απαλλασσομένου από την υποχρέωση  συμπλήρωσης της παρεχομένης σύνταξης στους δικαιούχους . Στο πλαίσιο της αξίωσης αυτής  κατόπιν σχετικών οδηγιών της Δ/νσης Παροχών το εδρεύον στο ΤΕΑΠΕΤΕ κλιμάκιο της δεν προβαίνει στη μεταβολή μείωσης της συνολικής σύνταξης κατά το καταβαλλόμενο ποσό από τον κύριο φορέα, παρά το γεγονός ότι η πρακτική αυτή συνεπάγεται για το ΕΤΕΑΜ πρόσθετο  βάρος αντί ωφελείας, για  δε τους συνταξιούχους πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση δοθέντος ότι τα επί πλέον ποσά ως αχρεωστήτως καταβληθέντα θα επιστραφούν, αλλ’ εν τω μεταξύ θα έχουν φορολογηθεί ως αποτελούντα εισόδημα.
Η ως άνω Δ/νση προτιμά να επιβαρυνθεί το ΕΤΕΑΜ, μέχρις  ότου επιστραφούν τα ποσά αυτά  παρά να παραιτηθεί από την αβάσιμη αξίωση της, εμμένοντας σ’ αυτή δογματικά .
Κύριε Υπουργέ,
Από τα ανωτέρω προκύπτει αβίαστα ότι πηγή των δημιουργηθέντων προβλημάτων σε βάρος των μελών μας, αποτελούν οι κατάδηλα εσφαλμένες ερμηνείες των εγκυκλίων του Υπουργείου σας, τις οποίες χρησιμοποιεί ως εφαλτήριο η Διεύθυνση παροχών  του  ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για να προωθήσει τις απαράδεκτες μεθοδεύσεις της που αποσκοπούν στη μείωση των παροχών των δικαιούχων για τον προσπορισμό οφέλους στο ΕΤΕΑΜ, παραβιάζοντας έτσι την αρχή που με ιδιαίτερη έμφαση προβάλλεται στην εισηγητική έκθεση του ν. 3371/05, ότι δεν θίγονται κεκτημένα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα  δηλαδή δεν μειώνονται οι παρεχόμενες συντάξεις.
Αλλά πρόβλημα αποτελεί, επίσης, και η στάση των υπηρεσιών σας που  αντί να ασκήσουν τον επιβαλλόμενο έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων της Δ/νσης αυτής, αρμοδιότητας του Υπουργείου σας,  καλύπτουν σκανδαλωδώς την αυθαιρετούσα Δ/νση Παροχών με αποτέλεσμα την περαιτέρω αποθράσυνσή της, δείγμα της οποίας συνιστά η πρωτοφανής απαίτησή της «να προσαρμόσει το ΤΕΑΠΕΤΕ τη μηχανογραφική του εφαρμογή στη νομοθεσία του ΕΤΕΑΜ (!!)  για να αντιμετωπισθούν άμεσα, σύμφωνα μ’ αυτή, εκκρεμότητες όπως  1) οι αυξήσεις  των συντάξεων, 2) τα κατώτατα όρια σύνταξης, 3) το επίδομα απόλυτης αναπηρίας» (ως έγγραφο της 202/3.6.08), δηλαδή παροχές που έχουν υπολογισθεί στο κόστος ένταξης βάσει του καταστατικού του ΤΕΑΠΕΤΕ η Δ/νση αυτή απαιτεί να χορηγηθούν βάσει της νομοθεσίας του ΕΤΕΑΜ με προηγούμενη ανατροπή του μηχανογραφικού προγράμματος του ΤΕΑΠΕΤΕ επεμβαίνοντας στην εσωτερική λειτουργία του φορέα αυτού.
Επί των ανωτέρω, κύριε Υπουργέ ζητούμε την παρέμβασή σας για να δοθεί λύση στο από 4ετίας υφιστάμενο πρόβλημα για τους λόγους που λεπτομερώς αναφέραμε, έτσι ώστε να αρθεί η επιβληθείσα με τις ερμηνευτικές εγκυκλίους διάκριση σε συνταξιούχους πριν και μετά την 18.4.06 μη προβλεπομένη από το νόμο 3371/05 και η οποία διάκριση συνιστά άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούσαν υπό το αυτό εργασιακό καθεστώς εν γένει, αλλά και υπό το αυτό καθεστώς ασφάλισης στον ίδιο φορέα.
Με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μας αρμόδιος Δικαστικός Επιμελητής να επιδόσει την παρούσα στον  Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, στην οδό Σταδίου 29, προς γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες αντιγράφοντας αυτή ολόκληρη στην έκθεση επίδοσης.

Με εκτίμηση

 
 
Για το Διοικητικό Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος                       Ο Αναπλ. Γεν. Γραμματέας
Εμμ. Βογιατζάκης                              Γ. Καραμέτος